- οψοθήκη
- η (Α ὀψοθήκη)μέρος όπου φυλάσσονται τα όψα, οψοφυλάκιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψονν «τροφή, έδεσμα» + θήκη (πρβλ. βιβλιο-θήκη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψοθήκη — place for keeping victuals in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοθήκην — ὀψοθήκη place for keeping victuals in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοθήκης — ὀψοθήκη place for keeping victuals in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
οψοδόκη — ὀψοδόκη, ἡ (Α) η οψοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόκη] … Dictionary of Greek
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek